-
1 κοινωνικός
κοινωνικός, zur Theilnahme, Gemeinschaft gehörig, geschickt, mittheilend, gesellig; Plat. defin. 411 e wird die δικαιοσύνη erkl. als ἰσότης κοινωνική, wie Arist. pol. 3, 13 ἀρετὴ κοινωνική; so Folgende; κοινωνικὴ καὶ φιλικὴ διάϑεσις Pol. 2, 41, 1; τῶν ὄντων, gern davon mittheilend, Luc. Tim. 56 u. a. Sp. – Adv.; κοινωνικῶς χρῆσϑαι τοῖς εὐτυχήμασι, Andere an seinem Glücke Theil nehmen lassen, Pol. 18, 31, 7; ζῆν Plut. adv. Col. 2, wie βιοῠν D. Sic. 5, 9; so auch A.
-
2 κοινωνικός
A held in common, τὰ κ. property held by corporations, D.14.16, cf. BCH50.16 (Delph., iv B.C., prob.);κ. ἐλαιών BGU1037.14
(i A.D.), cf. PGiss.30.7 (ii A.D.).c κοινωνικά, τά, tax on corporations, PTeb.5.59 (ii B.C.), 100.10 (ii B.C.).2 social, ἰσότης κοινωνική [ἡ δικαιοσύνη] Pl.Def. 411e;κ. ἀρετή Arist.Pol. 1283a38
; [ φιλίαι] Id.EN 1161b14.3 sociable,κ. καὶ φιλικὴ διάθεσις Plb.2.44.1
, cf. Plu.2.43d;φύσει ἐσμὲν κ. Epicur. Fr. 525
, cf. Arr.Epict.3.13.5: [comp] Sup., H.; τὸ -κόν sociability, J.BJ2.8.3.b of certain signs of the zodiac, Cat.Cod.Astr.1.166.4 giving a share of,τῶν ὄντων Luc.Tim.56
: abs., κ. ὁ Ἑρμῆς ready to share luck with others, prov. in Arist.Rh. 1401a20; liberal, 1 Ep.Ti.6.18, Ptol.Tetr.69; opp. φθονερός, Gal.4.817.5 c. dat., in communion with,τῇ ἐκκλησίᾳ Just. Nov.8
Jusj.II [voice] Act., receptive, sharing in,φωτός Str.17.1.36
.III Adv. -κῶς, χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι to suffer others to partake in one's good fortune, Plb.18.48.7;κ. βιῶναι D.S.5.9
;ζῆν κ. καὶ φιλικῶς Plu. 2.1108c
, etc.2 Medic., by sympathy, κ. σπᾶσθαι prob. in Aët.3.140.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινωνικός
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
αγάπη — (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
Αντισθένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (Αθήνα 444; – περ. 365 π.Χ.). Μαθητής του Γοργία αρχικά, προσελκύεται τελικά από την προσωπικότητα του Σωκράτη και εγκαταλείπει τον πρώτο δάσκαλό του με χλευασμούς. Μετά τον θάνατο του Σωκράτη,… … Dictionary of Greek
ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… … Dictionary of Greek
δεσποτισμός — Όρος που αναφέρεται σε έναν ιστορικό τύπο απόλυτης μοναρχίας, ο οποίος συναντάται στα αρχαία κράτη, κυρίως στα ασιατικά (Βαβυλωνία, Ασσυρία, Περσία, Κίνα, Αίγυπτος των Φαραώ). Οι μελετητές όμως επεξέτειναν τη χρήση του σε αρκετά διαφορετικές… … Dictionary of Greek